scissor$72726$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

scissor$72726$ - translation to ελληνικό

GENUS OF CRUSTACEANS
Scissor swimming crab; Scissor crab

scissor      
v. ψαλιδίζω
nail scissors         
  • 150x150px
  • 150x150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • Classic Italian-style kitchen scissors, often used to cut food. The two halves can be detached in order to be cleaned.
  • 100px
  • 150px
  • 80px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • Left-handed (left) and right-handed (right) sidebent scissors
  • 150px
  • 150px
  • url-status=live }}</ref>
  • 150x150px
  • 150px
  • 150px
  • 150x150px
  • 150px
  • 150px
  • [[Han dynasty]] scissors
HAND-OPERATED CUTTING INSTRUMENT
Scissor; Sissors; Kitchen scissors; Kitchen shears; Poultry shears; Pair of scissors; ✄; ✂; A Pair of Scissors; Pair of Scissors; ✁; ✃; Nail scissors; Bone scissors; Undermining scissor; Undermining scissors; ✀; Ceremonial scissors; ✂️
ψαλιδάκι νυχιών

Ορισμός

scissors
¦ plural noun
1. (also a pair of scissors) an instrument used for cutting cloth and paper, consisting of two crossing blades pivoted in the middle and operated by thumb and fingers inserted in rings at each end.
2. (also scissor) [as modifier] denoting an action in which two things cross each other or open and close like a pair of scissors: a scissor kick.
Origin
ME: from OFr. cisoires, from late L. cisoria, plural of cisorium 'cutting instrument'; the sc- spelling arose by assoc. with the L. stem sciss- 'cut'.

Βικιπαίδεια

Lupocyclus

Lupocyclus is a genus of crabs, containing six species:

  • Lupocyclus inaequalis (Walker, 1887)
  • Lupocyclus mauriciensis Ward, 1942
  • Lupocyclus philippinensis Semper, 1880 (scissor swimming crab)
  • Lupocyclus quinquedentatus Rathbun, 1906
  • Lupocyclus rotundatus Adams & White, 1849
  • Lupocyclus tugelae Barnard, 1950